- συναμπέχω
- και συναμπίσχω Απεριβάλλω, καλύπτω τελείως.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἀμπέχω «περιβάλλω, περικλείω, σκεπάζω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξυναμπέχεις — συναμπέχω cover up together pres ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
συναμπίσχω — Α βλ. συναμπέχω … Dictionary of Greek